Του Δημήτρη Αλικάκου
Μπήκαμε στο ταξί του Χόρχε με τελικό προορισμό το Βινιάλες όπου καλλιεργούνται τα καπνά για τα καλύτερα πούρα στον κόσμο. Περίπου 400 χιλιόμετρα δρόμος (πήγαινε-έλα) δεν είναι πολλά, αλλά με ένα αυτοκίνητο του ’50, είναι. Ο δρόμος είναι σχετικά καλός, δυο λωρίδων για κάθε ρεύμα, αλλά με ένα αυτοκίνητο τόσο παλαιάς τεχνολογίας οι λακκούβες και τα σαμαράκια απορροφούνται από την μέση σου και όχι από την ανάρτηση.
Στην διαδρομή γνώρισα καλύτερα τον Χόρχε. Τριάντα ετών, πατέρας δυο παιδιών, υπάλληλος -και όχι ιδιοκτήτης του ταξί- με απολαβές το 30% της ημερήσιας είσπραξης (καύσιμα και ζημιές δικά του).
-Και πόσο κοστίζει το πετρέλαιο;
-Γύρω στα 0.80 ευρώ.
-Πόσο καίει το αυτοκίνητο;
-Πολύ.
-Παίρνεις 15 την ώρα, άρα πρέπει να δουλεύεις πολλές ώρες για να ένα καλό μεροκάματο.
Κοιτάει τον Μανόλο και γελάνε. «Μου λέει αν πρέπει να στο πω». «Και βέβαια να μου το πεις».
-Ο Χόρχε αγοράζει το πετρέλαιο στη μαύρη αγορά 0,15 ευρώ. Όλοι οι ταξιτζήδες έτσι κάνουν.
-Πώς γίνεται αυτό;
-Κλεμμένο πετρέλαιο.
-Ποιος το κλέβει;
-Τι ψάχνεις να βρεις… ο Κουβανός από το κράτος. “Χάνεται” κάπου στη διαδρομή. Τόσα χέρια αλλάζει, να μην χαθεί κάπου… (γέλια). Δώσε προσοχή: ο Κουβανός κλέβει το κράτος με όποιον τρόπο μπορεί. Στην κρατική καφετέρια που ήπιαμε καφέ πήρες απόδειξη; Όχι. Ποιος θα ελέγξει τον υπάλληλο αν τσεπώσει τα δυο ευρώ που πλήρωσες;
Καθώς χάζευα αυτό το “αρχαίο” τιμόνι, ταυτόχρονα παρατήρησα ότι ο Χόρχε πήγαινε με σχετικά χαμηλή ταχύτητα.
-Δε λες του Χόρχε να τρέξει λίγο παραπάνω.
-Αποκλείεται εδώ. Σε λίγο έχει μπλόκο, ονομάζονται punto de control και βρίσκονται ανά 100 χλμ, ίσως και λιγότερα, και δεν είναι τόσο το πρόστιμο –είναι χαμηλό- όσο οι βαθμοί ποινής στο δίπλωμα. Άσε που δεν έχει όρεξη να βάλει 10 ευρώ στην τσέπη του τροχονόμου.
-Το ρισκάρει αν χρειαστεί;
-Κανένα ρίσκο. Διακριτικά το δίνει. Η πλειοψηφία το βάζει στην τσέπη.
Η διαδρομή ήταν όμορφη. Πράσινο παντού και πολλές αγελάδες και βουβάλια που έβοσκαν.
-Πολλά βοοειδή βλέπω. Πώς γίνεται να μην είναι το κόκκινο κρέας σε αφθονία;
-Είναι υπό κρατικό έλεγχο. Όποιος σφάξει αγελάδα τιμωρείται.
Μεταφράζει στον Χόρχε την κουβέντα μας κι αυτός συμπληρώνει: «ο ξάδερφός μου έφαγε δέκα χρόνια φυλακή επειδή έσφαξε μια αγελάδα».
-Με τα αυτοκίνητα-αντίκες τι γίνεται; Πώς μπορούν και τα συντηρούν χωρίς ανταλλακτικά; (λόγω εμπάργκο)
-Είναι λάθος να μιλάμε για “αυτοκίνητα-αντίκες”. Η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοκινήτων έχει μικρή ή σχεδόν μηδενική συλλεκτική αξία. Αν εξαιρέσεις την καρότσα και κάποια βασικά τμήματα του αυτοκινήτου, όλα τα υπόλοιπα είναι πατέντες με “μαϊμού” ανταλλακτικά και αποτέλεσμα της εφευρετικότητας του μηχανικού.
-Έχει πολλούς μηχανικούς στην Κούβα;
-Δεκάδες χιλιάδες! Κάθε οδηγός είναι και μηχανικός (γέλια). Οι Κουβανοί είναι οι καλύτεροι μηχανικοί στον κόσμο -σοβαρολογώ. Δεν είδες στην πόλη τόσα αυτοκίνητα στο δρόμο που τα φτιάχνουν μόνοι τους;
-Ναι είδα.
-Φτάνουμε;
-Σε λίγο.
-Μόλις δούμε τον πρώτο οικισμό θέλω να μπούμε στο πρώτο σπίτι. Έτσι στην τύχη.
Δέκα λεπτά αργότερα σταματάμε μπροστά από ένα τυπικό (ξύλινο) αγροτικό σπίτι της επαρχίας. Στην αυλή είναι η γιαγιά Καρμίτα και πιο πέρα παίζει ο εγγονός της Αλφόνσο. Βλέποντας ξένους και φωτογραφικές μηχανές ήρθε τρέχοντας. Πίσω ένα παλιό αποξηραντήριο καπνού.
«Καλώς ήρθατε! Κοπιάστε μέσα. Να σας φτιάξω καφέ;». «Και βέβαια, σας ευχαριστούμε».
Μου έφερε τον καφέ και μπροστά από το “κουτί” της τηλεόρασης που έπαιζε πλάνα από την κηδεία του Κάστρο (τι άλλο) πιάσαμε την κουβέντα.
-Παίρνετε σύνταξη; Πόσο;
-13 ευρώ εγώ και 11 ο σύζυγός μου.
-Φτάνουν για να ζήσετε;
-Σε καμία περίπτωση. Μόλις αρχίσει η συγκομιδή του καπνού εργαζόμαστε με τον άνδρα μου στα χωράφια και έχουμε ένα επιπλέον εισόδημα 7-8 ευρώ το μήνα ο καθένας. Αλλά είναι μόνο για 2-3 μήνες. Τόσο καλά πράγματα της τεχνολογίας βλέπουμε στην τηλεόραση, εδώ γιατί δεν έρχονται;
-Πιστεύετε πως η τηλεόραση κάνει προπαγάνδα;
-(σκέφτεται) Δεν ξέρουμε εμείς παιδί μου, αυτοί ξέρουν.
-Η ζωή σας είναι καλύτερη σήμερα ή τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης;
-Σήμερα είναι χειρότερα, πολλή φτώχεια, αλλά ελπίζουμε να αλλάξει κάτι τώρα που “έφυγε” ο Κάστρο. Μακάρι να μας βοηθήσουν και οι Αμερικάνοι.
Ο σύζυγός της, γύρω στα 80, κοιτάει αμίλητος την τηλεόραση. Σε λίγο μπαίνει μια κοπέλα, η κόρη της, ακούει την κουβέντα, παίρνει κάτι και φεύγει χωρίς να μιλήσει. Ο μικρός Αλφόνσο θέλει να παίξει με την φωτογραφική μηχανή. Η γιαγιά του τον μαλώνει. Του υποσχόμαστε ότι επιστρέφοντας θα του φέρουμε καραμέλες. Πετάει από τη χαρά του!
Αφήνουμε το σπίτι της οικογένειας και παίρνουμε το δρόμο για το Βινιάλες, άλλα 40 λεπτά δρόμος. Οι εικόνες που συναντάμε είναι η “χαρά του φωτογράφου”, όπως και όλη η Κούβα βέβαια.
Φτάνουμε σε ένα αποξηραντήριο και μπαίνουμε μέσα. Μυρωδιά καπνού και ξύλου. Σε λίγο έρχεται και ο γιος του ιδιοκτήτη. Μας ενημερώνει για όλες τις φάσεις του καπνού, από το φύτεμα μέχρι να γίνει πούρο. Μας εξηγεί ότι όταν τελειώσει η επεξεργασία των φύλλων έρχεται το κράτος και…
Έκλεισα την κάμερα και ρώτησα τον νεαρό αγρότη αν θεωρεί δίκαιο να του παίρνει το κράτος το 90% της σοδειάς του. Μου απάντησε «ναι, είναι δίκαιο». Ο Μανόλο που δυστρόπησε με την πρώτη ερώτηση με προειδοποίησε «μη συνεχίσεις με την δεύτερη».
Επόμενη στάση το γραφικό χωριό Βινιάλες. Σε μια διασταύρωση ένας νέος με μοντέρνο γυαλί και καπέλο, όρθιος στην μέση του πουθενά.
-Τι κάνει αυτός εκεί;
-“Ψαρεύει” τουρίστες.
-Δηλαδή;
-Δεν είναι μόνος του, είναι κι άλλοι απλά δεν φαίνονται. Έχουν σβήσει πιο πίσω τις πινακίδες που δείχνουν τους προορισμούς και ο τουρίστας που δεν έχει χάρτη και συμβουλεύεται τις πινακίδες σταματάει αναγκαστικά εκεί και ρωτάει πού να στρίψει. Το παλικάρι, καθώς του λέει που θα στρίψει, ζητάει ευγενικά να τον πετάξει εκεί που πάνε -τη θέση του αμέσως παίρνει άλλος. Ε και από εκεί αρχίζει το μεροκάματο. Τους πάει για φαί, ποτό, ψώνια, γυναίκες… τους προσφέρει ό,τι ζητήσουν. Τρώει και πίνει τζάμπα και παίρνει και το μερίδιό του από τον επαγγελματία.
Κάναμε μια βόλτα, τσιμπήσαμε κάτι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ξαφνικά ο Μανόλο κάτι είπε στον Χόρχε, πετάχτηκε έξω από το αμάξι και επέστρεψε σε ελάχιστα λεπτά. «Παραλίγο να ξεχάσουμε τις καραμέλες του μικρού». Δυο πράγματα συνέβησαν εκείνη τη στιγμή. Εγώ ένιωσα άσχημα που το ξέχασα και ο Μανόλο ανέβηκε στα μάτια μου.
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς Καρμίτα. Μόλις μας άνοιξε έπεσε σχεδόν πάνω στην αγκαλιά του Μανόλο. Άρχισε να του μιλάει αναστατωμένη.
«Σας παρακαλώ μη μας κάνετε κακό. Είπαμε τίποτα για τον Κάστρο; Δεν είπαμε. Εγώ έκλαψα για τον Κάστρο. Σας παρακαλώ μη μας κάνετε κακό…». Μάλλον η κόρη της την φόβισε όταν μπήκε στο σπίτι και μας είδε. Αυτό υποθέσαμε με τον Μανόλο. Ήταν μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Με σόκαρε.
Τον μισό δρόμο τον περάσαμε αμίλητοι. Μας είχε επηρεάσει το περιστατικό με την γιαγιά. Στα μέσα της διαδρομής νύχτωσε. Εθνικός δρόμος ταχείας κυκλοφορίας. Πουθενά λάμπες, ούτε ένα φως, απόλυτο σκοτάδι, και τα λιγοστά αυτοκίνητα στο αντίθετο ρεύμα με την μεγάλη σκάλα αναμμένη. «Είσαι σίγουρος ότι θα την βγάλουμε καθαρή μέχρι την Αβάνα;». «Αν δεν πέσει καμιά αγελάδα πάνω μας, ναι. Είναι αλήθεια ότι πολλά ατυχήματα οφείλονται σε ζώα που προσπαθούν να διασχίσουν το δρόμο μέσα στη νύχτα».
Ήταν Κυριακή. Το εννιαήμερο “εθνικό πένθος” είχε λάβει τέλος.
Το ίδιο και η τρίτη μέρα.
Μπήκαμε στο ταξί του Χόρχε με τελικό προορισμό το Βινιάλες όπου καλλιεργούνται τα καπνά για τα καλύτερα πούρα στον κόσμο. Περίπου 400 χιλιόμετρα δρόμος (πήγαινε-έλα) δεν είναι πολλά, αλλά με ένα αυτοκίνητο του ’50, είναι. Ο δρόμος είναι σχετικά καλός, δυο λωρίδων για κάθε ρεύμα, αλλά με ένα αυτοκίνητο τόσο παλαιάς τεχνολογίας οι λακκούβες και τα σαμαράκια απορροφούνται από την μέση σου και όχι από την ανάρτηση.
Στην διαδρομή γνώρισα καλύτερα τον Χόρχε. Τριάντα ετών, πατέρας δυο παιδιών, υπάλληλος -και όχι ιδιοκτήτης του ταξί- με απολαβές το 30% της ημερήσιας είσπραξης (καύσιμα και ζημιές δικά του).
-Και πόσο κοστίζει το πετρέλαιο;
-Γύρω στα 0.80 ευρώ.
-Πόσο καίει το αυτοκίνητο;
-Πολύ.
-Παίρνεις 15 την ώρα, άρα πρέπει να δουλεύεις πολλές ώρες για να ένα καλό μεροκάματο.
Κοιτάει τον Μανόλο και γελάνε. «Μου λέει αν πρέπει να στο πω». «Και βέβαια να μου το πεις».
-Ο Χόρχε αγοράζει το πετρέλαιο στη μαύρη αγορά 0,15 ευρώ. Όλοι οι ταξιτζήδες έτσι κάνουν.
-Πώς γίνεται αυτό;
-Κλεμμένο πετρέλαιο.
-Ποιος το κλέβει;
-Τι ψάχνεις να βρεις… ο Κουβανός από το κράτος. “Χάνεται” κάπου στη διαδρομή. Τόσα χέρια αλλάζει, να μην χαθεί κάπου… (γέλια). Δώσε προσοχή: ο Κουβανός κλέβει το κράτος με όποιον τρόπο μπορεί. Στην κρατική καφετέρια που ήπιαμε καφέ πήρες απόδειξη; Όχι. Ποιος θα ελέγξει τον υπάλληλο αν τσεπώσει τα δυο ευρώ που πλήρωσες;
Καθώς χάζευα αυτό το “αρχαίο” τιμόνι, ταυτόχρονα παρατήρησα ότι ο Χόρχε πήγαινε με σχετικά χαμηλή ταχύτητα.
-Δε λες του Χόρχε να τρέξει λίγο παραπάνω.
-Αποκλείεται εδώ. Σε λίγο έχει μπλόκο, ονομάζονται punto de control και βρίσκονται ανά 100 χλμ, ίσως και λιγότερα, και δεν είναι τόσο το πρόστιμο –είναι χαμηλό- όσο οι βαθμοί ποινής στο δίπλωμα. Άσε που δεν έχει όρεξη να βάλει 10 ευρώ στην τσέπη του τροχονόμου.
-Το ρισκάρει αν χρειαστεί;
-Κανένα ρίσκο. Διακριτικά το δίνει. Η πλειοψηφία το βάζει στην τσέπη.
Η διαδρομή ήταν όμορφη. Πράσινο παντού και πολλές αγελάδες και βουβάλια που έβοσκαν.
-Πολλά βοοειδή βλέπω. Πώς γίνεται να μην είναι το κόκκινο κρέας σε αφθονία;
-Είναι υπό κρατικό έλεγχο. Όποιος σφάξει αγελάδα τιμωρείται.
Μεταφράζει στον Χόρχε την κουβέντα μας κι αυτός συμπληρώνει: «ο ξάδερφός μου έφαγε δέκα χρόνια φυλακή επειδή έσφαξε μια αγελάδα».
-Με τα αυτοκίνητα-αντίκες τι γίνεται; Πώς μπορούν και τα συντηρούν χωρίς ανταλλακτικά; (λόγω εμπάργκο)
-Είναι λάθος να μιλάμε για “αυτοκίνητα-αντίκες”. Η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοκινήτων έχει μικρή ή σχεδόν μηδενική συλλεκτική αξία. Αν εξαιρέσεις την καρότσα και κάποια βασικά τμήματα του αυτοκινήτου, όλα τα υπόλοιπα είναι πατέντες με “μαϊμού” ανταλλακτικά και αποτέλεσμα της εφευρετικότητας του μηχανικού.
-Έχει πολλούς μηχανικούς στην Κούβα;
-Δεκάδες χιλιάδες! Κάθε οδηγός είναι και μηχανικός (γέλια). Οι Κουβανοί είναι οι καλύτεροι μηχανικοί στον κόσμο -σοβαρολογώ. Δεν είδες στην πόλη τόσα αυτοκίνητα στο δρόμο που τα φτιάχνουν μόνοι τους;
-Ναι είδα.
-Φτάνουμε;
-Σε λίγο.
-Μόλις δούμε τον πρώτο οικισμό θέλω να μπούμε στο πρώτο σπίτι. Έτσι στην τύχη.
Δέκα λεπτά αργότερα σταματάμε μπροστά από ένα τυπικό (ξύλινο) αγροτικό σπίτι της επαρχίας. Στην αυλή είναι η γιαγιά Καρμίτα και πιο πέρα παίζει ο εγγονός της Αλφόνσο. Βλέποντας ξένους και φωτογραφικές μηχανές ήρθε τρέχοντας. Πίσω ένα παλιό αποξηραντήριο καπνού.
«Καλώς ήρθατε! Κοπιάστε μέσα. Να σας φτιάξω καφέ;». «Και βέβαια, σας ευχαριστούμε».
Μου έφερε τον καφέ και μπροστά από το “κουτί” της τηλεόρασης που έπαιζε πλάνα από την κηδεία του Κάστρο (τι άλλο) πιάσαμε την κουβέντα.
-Παίρνετε σύνταξη; Πόσο;
-13 ευρώ εγώ και 11 ο σύζυγός μου.
-Φτάνουν για να ζήσετε;
-Σε καμία περίπτωση. Μόλις αρχίσει η συγκομιδή του καπνού εργαζόμαστε με τον άνδρα μου στα χωράφια και έχουμε ένα επιπλέον εισόδημα 7-8 ευρώ το μήνα ο καθένας. Αλλά είναι μόνο για 2-3 μήνες. Τόσο καλά πράγματα της τεχνολογίας βλέπουμε στην τηλεόραση, εδώ γιατί δεν έρχονται;
-Πιστεύετε πως η τηλεόραση κάνει προπαγάνδα;
-(σκέφτεται) Δεν ξέρουμε εμείς παιδί μου, αυτοί ξέρουν.
-Η ζωή σας είναι καλύτερη σήμερα ή τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης;
-Σήμερα είναι χειρότερα, πολλή φτώχεια, αλλά ελπίζουμε να αλλάξει κάτι τώρα που “έφυγε” ο Κάστρο. Μακάρι να μας βοηθήσουν και οι Αμερικάνοι.
Ο σύζυγός της, γύρω στα 80, κοιτάει αμίλητος την τηλεόραση. Σε λίγο μπαίνει μια κοπέλα, η κόρη της, ακούει την κουβέντα, παίρνει κάτι και φεύγει χωρίς να μιλήσει. Ο μικρός Αλφόνσο θέλει να παίξει με την φωτογραφική μηχανή. Η γιαγιά του τον μαλώνει. Του υποσχόμαστε ότι επιστρέφοντας θα του φέρουμε καραμέλες. Πετάει από τη χαρά του!
Αφήνουμε το σπίτι της οικογένειας και παίρνουμε το δρόμο για το Βινιάλες, άλλα 40 λεπτά δρόμος. Οι εικόνες που συναντάμε είναι η “χαρά του φωτογράφου”, όπως και όλη η Κούβα βέβαια.
Φτάνουμε σε ένα αποξηραντήριο και μπαίνουμε μέσα. Μυρωδιά καπνού και ξύλου. Σε λίγο έρχεται και ο γιος του ιδιοκτήτη. Μας ενημερώνει για όλες τις φάσεις του καπνού, από το φύτεμα μέχρι να γίνει πούρο. Μας εξηγεί ότι όταν τελειώσει η επεξεργασία των φύλλων έρχεται το κράτος και…
Έκλεισα την κάμερα και ρώτησα τον νεαρό αγρότη αν θεωρεί δίκαιο να του παίρνει το κράτος το 90% της σοδειάς του. Μου απάντησε «ναι, είναι δίκαιο». Ο Μανόλο που δυστρόπησε με την πρώτη ερώτηση με προειδοποίησε «μη συνεχίσεις με την δεύτερη».
Επόμενη στάση το γραφικό χωριό Βινιάλες. Σε μια διασταύρωση ένας νέος με μοντέρνο γυαλί και καπέλο, όρθιος στην μέση του πουθενά.
-Τι κάνει αυτός εκεί;
-“Ψαρεύει” τουρίστες.
-Δηλαδή;
-Δεν είναι μόνος του, είναι κι άλλοι απλά δεν φαίνονται. Έχουν σβήσει πιο πίσω τις πινακίδες που δείχνουν τους προορισμούς και ο τουρίστας που δεν έχει χάρτη και συμβουλεύεται τις πινακίδες σταματάει αναγκαστικά εκεί και ρωτάει πού να στρίψει. Το παλικάρι, καθώς του λέει που θα στρίψει, ζητάει ευγενικά να τον πετάξει εκεί που πάνε -τη θέση του αμέσως παίρνει άλλος. Ε και από εκεί αρχίζει το μεροκάματο. Τους πάει για φαί, ποτό, ψώνια, γυναίκες… τους προσφέρει ό,τι ζητήσουν. Τρώει και πίνει τζάμπα και παίρνει και το μερίδιό του από τον επαγγελματία.
Κάναμε μια βόλτα, τσιμπήσαμε κάτι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ξαφνικά ο Μανόλο κάτι είπε στον Χόρχε, πετάχτηκε έξω από το αμάξι και επέστρεψε σε ελάχιστα λεπτά. «Παραλίγο να ξεχάσουμε τις καραμέλες του μικρού». Δυο πράγματα συνέβησαν εκείνη τη στιγμή. Εγώ ένιωσα άσχημα που το ξέχασα και ο Μανόλο ανέβηκε στα μάτια μου.
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς Καρμίτα. Μόλις μας άνοιξε έπεσε σχεδόν πάνω στην αγκαλιά του Μανόλο. Άρχισε να του μιλάει αναστατωμένη.
«Σας παρακαλώ μη μας κάνετε κακό. Είπαμε τίποτα για τον Κάστρο; Δεν είπαμε. Εγώ έκλαψα για τον Κάστρο. Σας παρακαλώ μη μας κάνετε κακό…». Μάλλον η κόρη της την φόβισε όταν μπήκε στο σπίτι και μας είδε. Αυτό υποθέσαμε με τον Μανόλο. Ήταν μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Με σόκαρε.
Τον μισό δρόμο τον περάσαμε αμίλητοι. Μας είχε επηρεάσει το περιστατικό με την γιαγιά. Στα μέσα της διαδρομής νύχτωσε. Εθνικός δρόμος ταχείας κυκλοφορίας. Πουθενά λάμπες, ούτε ένα φως, απόλυτο σκοτάδι, και τα λιγοστά αυτοκίνητα στο αντίθετο ρεύμα με την μεγάλη σκάλα αναμμένη. «Είσαι σίγουρος ότι θα την βγάλουμε καθαρή μέχρι την Αβάνα;». «Αν δεν πέσει καμιά αγελάδα πάνω μας, ναι. Είναι αλήθεια ότι πολλά ατυχήματα οφείλονται σε ζώα που προσπαθούν να διασχίσουν το δρόμο μέσα στη νύχτα».
Ήταν Κυριακή. Το εννιαήμερο “εθνικό πένθος” είχε λάβει τέλος.
Το ίδιο και η τρίτη μέρα.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου